Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2015

Στάμτσης (ΕΣΑΗ): Στη δεσπόζουσα θέση της ΔΕΗ οφείλεται το έλλειμμα ανταγωνισμού στην ηλεκτρική αγορά

Από σοβαρό έλλειμμα ανταγωνισμού, τόσο στην παραγωγή, όσο και στην προμήθεια ηλεκτρισμού, που δεν οφείλεται ούτε στην έλλειψη επενδύσεων εκ μέρους του ανταγωνισμού, ούτε στην απουσία διάθεσης ανταγωνισμού, πάσχει η ελληνική αγορά ηλεκτρισμού, σύμφωνα με τον Γενικό Διευθυντή του ΕΣΑΗ, Γιώργο Στάμτση.
Ο κ. Στάμτσης, ο οποίος ήταν ομιλητής στους «Ενεργειακούς Διαλόγους» που διοργανώθηκαν χτες στο ΕΒΕΑ δήλωσε ότι το έλλειμμα ανταγωνισμού είναι απόρροια του ότι η ΔΕΗ εξακολουθεί, 16 χρόνια μετά το νομικό άνοιγμα της αγοράς, να διατηρεί πρακτικά την αποκλειστική πρόσβαση και εκμετάλλευση σε λιγνίτες και υδροηλεκτρικά, γεγονός το..
οποίο οδηγεί στο να κατέχει το 94% της προμήθειας ηλεκτρισμού.
Αναφορικά με τα βιομηχανικά τιμολόγια, σχολίασε ότι ο ανταγωνισμός θα φέρει καλύτερα τιμολόγια κι όχι η δέσμευση σε μονοπωλιακές καταστάσεις. «Οι επιχειρήσεις της Μέσης Τάσης που ήδη έχουν επιλέξει τους ιδιώτες προμηθευτές απολαμβάνουν ήδη των σχετικών οφελών», συμπλήρωσε.
----------
Ολόκληρη την ομιλία του κ. Στάμτση στους «Ενεργειακούς Διαλόγους»

Ενεργειακοί Διάλογοι, 14 Δεκεμβρίου 2015
Τοποθέτηση Γενικού Διευθυντή ΕΣΑΗ, Γιώργου Στάμτση
ΝΟΜΕ
Η ελληνική αγορά ηλεκτρισμού πάσχει από σοβαρό έλλειμμα ανταγωνισμού τόσο στην παραγωγή όσο και στην προμήθεια ηλεκτρισμού, που δεν οφείλεται ούτε στην έλλειψη επενδύσεων εκ μέρους του ανταγωνισμού, ούτε στην απουσία διάθεσης ανταγωνισμού. Είναι απόρροια του ότι η ΔΕΗ εξακολουθεί, 16 χρόνια μετά το νομικό άνοιγμα της αγοράς, να διατηρεί πρακτικά την αποκλειστική πρόσβαση και εκμετάλλευση σε λιγνίτες και υδροηλεκτρικά, γεγονός το οποίο οδηγεί στο να κατέχει το 94% της προμήθειας ηλεκτρισμού.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οι δημοπρασίες ΝΟΜΕ προέκυψαν ως μέτρο ενίσχυσης του ανταγωνισμού στην προμήθεια (και όχι στην παραγωγή), μέσω της δυνατότητας τρίτων προμηθευτών να αγοράζουν λιγνιτική και υδροηλεκτρική παραγωγή. Και βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι δημοπρασίες ΝΟΜΕ δεν δίνουν λύση στην έλλειψη ανταγωνισμού σε όλο το εύρος της ηλεκτροπαραγωγής καθώς δεν επιτρέπουν τον έλεγχο του κόστους παραγωγής από τρίτους αλλά απλά τους δίνουν πρόσβαση στην παραγόμενη ενέργεια, το κόστος της οποίας καθορίζεται από τυχόν ανεπάρκειες του ενός και μόνο παραγωγού.
Σε κάθε περίπτωση και παρότι θεωρούμε το ΝΟΜΕ μόνο ως ένα πρώτο βήμα για να αναπτυχθεί ανταγωνισμός στην αγορά ηλεκτρισμού, πιστεύουμε ότι πρόσβαση πρέπει να έχει οποιοσδήποτε διαθέτει άδεια προμήθειας και τηρεί τα εχέγγυα φερεγγυότητας και αξιοπιστίας για μακροχρόνια δραστηριοποίηση στην προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα.
Ως προς το θέμα της τιμής εκκίνησης των δημοπρασιών, δεν θα πρέπει να συσχετίζεται η εκάστοτε τιμή του φυσικού αερίου με το σχεδιασμό δημοπρασιών ενέργειας που αφορούν σε πόρους με διαφορετικά κοστολογικά χαρακτηριστικά (λιγνίτης, νερό). Είναι προφανώς αρμοδιότητα της ΡΑΕ να διαμορφώσει την κατάλληλη μεθοδολογία. Σε κάθε περίπτωση εάν ο στόχος είναι η αύξηση του ανταγωνισμού στη λιανική και η διεύρυνση του μεριδίου των εναλλακτικών προμηθευτών θα πρέπει το δημοπρατούμενο προϊόν να είναι ελκυστικό, με τη έννοια να δίνει την δυνατότητα στους προμηθευτές να προσφέρουν ανταγωνιστικές τιμές στους καταναλωτές κι έτσι να διεισδύσουν περαιτέρω στην αγορά της λιανικής. Οι εναλλακτικοί προμηθευτές έχουν καταδείξει στην πράξη ότι μεταφέρουν στον καταναλωτή το τελικό όφελος αρκούμενοι σε χαμηλά ποσοστά κέρδους.

ΑΔΜΗΕ
Αυτό που πραγματικά ενδιαφέρει όλους τους συμμετέχοντες στην αγορά άρα και τους καταναλωτές ηλεκτρισμού είναι να μπορεί ο Διαχειριστής, με την όποια μορφή θα έχει, να εγγυάται τον ανταγωνισμό στην αγορά και την ισότιμη αντιμετώπιση όλων των συμμετεχόντων. Ένας από τους δείκτες ισοβαρούς αντιμετώπισης είναι ο τρόπος υλοποίησης των πληρωμών/απαιτήσεων από το Διαχειριστή προς τους συμμετέχοντες στην αγορά έτσι ώστε να μην καταλήγουν να βρίσκονται κάποιοι από τους συμμετέχοντες σε δυσμενέστερη οικονομική θέση από άλλους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ανταγωνιστική τους θέση στην αγορά.
Τέλος, η οποιαδήποτε μέθοδος διαχωρισμού επιλεχθεί θα πρέπει να διασφαλίζει την απαραίτητη κεφαλαιακή επάρκεια του Διαχειριστή, προκειμένου να μπορεί να ανταποκριθεί στο απαιτητικό πρόγραμμα εκτέλεσης διασυνδέσεων με στόχο την βελτίωση της ασφάλειας εφοδιασμού, τη μείωση του κόστους προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας καθώς και την περαιτέρω διείσδυση των ΑΠΕ.
Όπως είπαμε και προηγουμένως το μοντέλο που θα επιλεγεί για τον ΑΔΜΗΕ είναι βασικό θέμα ενεργειακής πολιτικής και αποτελεί αρμοδιότητα της κυβέρνησης. Σε κάθε περίπτωση η Ευρωπαϊκή εμπειρία είναι δεδομένη την τελευταία δεκαετία και από αυτήν μπορούν να συναχθούν χρήσιμα κι επωφελή συμπεράσματα για να επιλεγεί και η βέλτιστη λύση στην περίπτωση της Ελλάδας.
Είναι όμως πολύ σημαντικό να τονίσουμε ότι ειδικά στην περίπτωση της χώρας μας δεν αναζητούμε απλά μια λύση όσον αφορά το Διαχειριστή Συστήματος που θα ενισχύει τον ανταγωνισμό στην αγορά. Για την εθνική οικονομία είναι ιδιαίτερα κρίσιμο ο Διαχειριστής Συστήματος να είναι σε θέση να υλοποιήσει τα αμέσως προσεχή χρόνια ένα πολύ φιλόδοξο επενδυτικό πλάνο με νέες γραμμές και διασυνδέσεις (διεθνείς κι εσωτερικές) έτσι ώστε α) να πάψει η ηλεκτρική απομόνωση των νησιών μας και β) να ενσωματωθεί αποτελεσματικά η χώρα στην Ευρωπαϊκή αγορά ηλεκτρισμού και δια μέσου των δυο αυτών να μειωθεί σημαντικά το κόστος ηλεκτρισμού για τους ελληνικά νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.
Το γεγονός ότι εδώ και δεκαετίες για παράδειγμα δεν προχωράει η ηλεκτρική διασύνδεση της Κρήτης, επιβαρύνοντας τους καταναλωτές με επιπλέον 400 εκατ. ευρώ το χρόνο, μόνο για την ηλεκτροδότηση του συγκεκριμένου νησιού από ακριβές και ρυπογόνες πετρελαϊκές μονάδες συνδέεται άμεσα με τον ΑΔΜΗΕ και την οικονομική αδυναμία υλοποίησης του έργου, το κόστος του οποίου δεν ξεπερνά το 1 δις. ευρώ και θα μπορούσε να αποσβεστεί κατά συνέπεια σε μόλις τρία χρόνια.

ΑΔΙ
Η πρόθεση σχεδιασμού μίας μόνιμης αγοράς για τη Διασφάλιση Ισχύος, αναγνωρίζει ουσιαστικά δύο καίριες προκλήσεις που αντιμετωπίζει και θα αντιμετωπίζει το ελληνικό ηλεκτρικό σύστημα, το ζήτημα της επάρκειας ισχύος καθώς και της επάρκειας ευελιξίας.
Ως προς την επάρκεια ισχύος και ασφάλειας τροφοδοσίας, στη δημόσια συζήτηση στη χώρα μας αναδεικνύεται πολλές φορές μια εφησυχαστικά λανθασμένη αντίληψη, να επικαλούμαστε δηλαδή την εγκατεστημένη ισχύ, αντί να αξιολογούμε την ετοιμότητα του Ηλεκτρικού Συστήματος να αντιμετωπίσει κάθε είδους δύσκολες καταστάσεις (όπως υψηλές αιχμές ζήτησης ή ταχείες μεταβολές λόγω των κυμαινόμενων ΑΠΕ) στη βάση της διαθέσιμης ισχύος.
Η μεγάλη διείσδυση των ΑΠΕ συνεισέφερε πράγματι στη σημαντική αύξηση της συνολικής εγκατεστημένης ισχύος στην Ελλάδα, που στο Διασυνδεδεμένο Σύστημα είναι ήδη περίπου 17.000 MW. Όμως η ισχύς που ο Διαχειριστής έχει κάθε στιγμή στη διάθεση του, η διαθέσιμη λοιπόν ισχύς, είναι λίγο πάνω από τα 10.000 MW, ενώ αν ληφθεί υπόψη ότι από 1/1/2016 το 40% περίπου των λιγνιτικών μονάδων εισέρχεται σε καθεστώς περιορισμένων ωρών λειτουργίας, το μέγεθος μειώνεται περαιτέρω κατά πάνω από 1.300MW, επομένως τα διαθέσιμα ανά πάσα στιγμή MW στο Διαχειριστή θα είναι λιγότερα από 9.000.
Επιπλέον, λόγω της οικονομικής κρίσης η ζήτηση για ηλεκτρική ενέργεια σημείωσε κάμψη τα προηγούμενα χρόνια κυρίως βέβαια την πρώτη περίοδο, και δεν αυξήθηκε όπως αναμενόταν πριν το ξεκίνημα της οικονομικής ύφεσης. Όμως, τον Ιούλιο του 2015, κι εν μέσω capital control, η μέγιστη ζήτηση άγγιξε πάλι σχεδόν τα 10.000 MW και αυτή ικανοποιήθηκε επειδή ακριβώς υπήρχαν διαθέσιμες οι κατανεμόμενες μονάδες των ιδιωτών και της ΔΕΗ. Ακόμα και η εικόνα της αγοράς το Δεκέμβριο, δείχνει την καθημερινή αναγκαιότητα των μονάδων των ιδιωτών ηλεκτροπαραγωγών, οι οποίες καλύπτουν 20-25% της ζήτησης και προσφέρουν σε καθημερινή βάση μέσω της ευέλικτης λειτουργίας τους σε cycling modus (αναβοσβήνοντας) τα αναγκαία MW για τις ανάγκες ramping του Συστήματος για την κάλυψη της μεταβολής των ΑΠΕ.
Παράλληλα, σε καθημερινή βάση απαιτείται να υπάρχει διαθέσιμη σημαντική ποσότητα ευέλικτης ισχύος για να καλύπτει τις μεγάλες διακυμάνσεις των Ανανεώσιμων Πηγών. Οι διακυμάνσεις αυτές στην περίπτωση της Ελλάδας, ως χώρας του Νότου, καθορίζονται κυρίως από την αυξομείωση της φωτοβολταϊκής παραγωγής που ακολουθεί ένα συγκεκριμένο μοτίβο και για την εξυπηρέτηση του οποίου απαιτείται η σε μακροχρόνια βάση διασφάλιση της απαραίτητης ευέλικτης ισχύος.
Από τα δύο αυτά δεδομένα κάθε καλόπιστος παρατηρητής συνάγει το συμπέρασμα ότι όσον αφορά την Ελλάδα δεν μπορούμε να μιλάμε για υπερεπάρκεια ισχύος κάτι που αναδεικνύεται μέσα και από τις μελέτες επάρκειας πόρων τόσο του ΕΝTSO-E όσο και του ΑΔΜΗΕ.
Ως προς το θέμα της συμβατότητας του Μόνιμου Μηχανισμού με τις κατευθυντήριες της Κομισιόν, όπως αποδεικνύει η έγκριση τον Ιούνιο του 2014 σχετικού μηχανισμού για την αγορά της Αγγλίας, που απείρως πιο ώριμη κι οργανωμένη είναι από την ελληνική, είναι εφικτή εφόσον καλύπτονται βασικές προϋποθέσεις που ορίζουν οι κατευθυντήριες, όπως πχ το να είναι ο Μηχανισμός ανοιχτός και σε άλλες χώρες και η αμοιβή να προκύπτει μέσω ανταγωνιστικών διαδικασιών.
Επιπλέον, η νέα μόνιμη αγορά ισχύος/ευέλικτης ισχύος θα πρέπει να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις τόσο για την κάλυψη των αιχμών ζήτησης (επάρκεια ισχύος) όσο και για την κάλυψη των διακυμάνσεων των ΑΠΕ (επάρκεια ευέλικτης ισχύος). Ο δε δεύτερος αυτός πυλώνας, της ευελιξίας, αναδεικνύεται συνεχώς τα τελευταία χρόνια από ENTSO-E, IEA, ACER, ως μια πολύ βασική ανάγκη και στόχευση των μελλοντικών ηλεκτρικών συστημάτων και αγορών.
Κατ’ επέκταση και όπως καταδεικνύει και η, εξ’ όσων γνωρίζουμε, εισαγωγή με ένα χρόνο καθυστέρηση προσωρινού μηχανισμού αμοιβής της ευελιξίας για το 2016, το θέμα της ευελιξίας πρέπει να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά και σε μόνιμη βάση, καθώς επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την ευστάθεια του ηλεκτρικού συστήματος της χώρας και όσο αυξάνεται η διείσδυση των ΑΠΕ, στην πορεία προς μία οικονομία χαμηλού άνθρακα, η ευελιξία θα διαδραματίζει όλο και πιο σημαντικό ρόλο.
Η κάλυψη των αναγκών του Συστήματος σε ευελιξία ισχύος προέρχεται κυρίως από τις ευέλικτες κατανεμόμενες μονάδες, δηλαδή τις μονάδες φυσικού αερίου καθώς και τις υδροηλεκτρικές μονάδες στο βαθμό που το επιτρέπουν τα υδατικά τους αποθέματα. Ως πραγματική ανάγκη η ευελιξία θα πρέπει μέσω της αγοράς να οδηγεί και σε πραγματική αμοιβή, αλλιώς θα έχουμε το φαινόμενο του free-riding το οποίο βραχυπρόθεσμα μπορεί να εξυπηρετεί κάποιους αλλά πολύ γρήγορα με την οικονομική βλάβη που προκαλεί οδηγεί σε χειρότερη οικονομική θέση όλους τους συμμετέχοντες στην αγορά.

ΜΑΜΚ
Η ολοσχερής κατάργηση του πυρήνα του Μηχανισμού Ανάκτησης Μεταβλητού Κόστους το καλοκαίρι του 2014, θα μείνει στην ιστορία, αφού κατέστησε την ελληνική αγορά ηλεκτρισμού τη μοναδική περίπτωση σε διεθνές επίπεδο, που λειτουργεί με το μοντέλο της υποχρεωτικής κοινοπραξίας και δεν διαθέτει μηχανισμό ανάκτησης κόστους/προσφορών.
Τα ίδια τα αποτελέσματα της αγοράς κατέστησαν σαφές το ζήτημα που ανέκυπτε με τη δημιουργία μίας de facto δημευτικής αγοράς, όπου οι συμμετέχοντας υποχρεώνονταν σε λειτουργία επί ζημία, πέρα από κάθε επιχειρηματική και οικονομική λογική.
Εν προκειμένω έχει ολοκληρωθεί η διαβούλευση για το θέμα κι ως προς την αποτελεσματικότητα του σχεδίου που δημιούργησε η νέα ΡΑΕ, αυτό θα διαφανεί στην πορεία.  

ΤΙΜΟΛΟΓΙΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ
Η πραγματική απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας σε επίπεδο παραγωγής  και ο επί ίσοις όροις ανταγωνισμός στην ελληνική αγορά ηλεκτρισμού, μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά για τη μείωση του ενεργειακού κόστους και την προσφορά ενέργειας με οικονομικότερους και αποδοτικότερους όρους στους καταναλωτές και άρα και στους καταναλωτές μέσης και υψηλής τάσης.
Πρέπει πια από όλους να έχει γίνει κατανοητό ότι ο ανταγωνισμός φέρνει καλύτερα τιμολόγια κι όχι η δέσμευση σε μονοπωλιακές καταστάσεις. Οι επιχειρήσεις της Μέσης Τάσης που ήδη έχουν επιλέξει τους ιδιώτες προμηθευτές απολαμβάνουν ήδη των σχετικών οφελών.  
Ανταγωνισμός λοιπόν τώρα για να έχουν όλες οι ελληνικές επιχειρήσεις ουσιαστική δυνατότητα επιλογής.

ΛΗΞΙΠΡΟΘΕΣΜΕΣ
Κανένας σώφρων προμηθευτής δεν επιδιώκει τη συσσώρευση ληξιπρόθεσμων οφειλών και καμία υπεύθυνη και συνετή εταιρεία δεν στοχεύει στην προσέλκυση πελατών που μόνο ζημία μπορούν να προκαλέσουν έναντι μίας πρόσκαιρης αύξησης του μεριδίου της στην αγορά.
Κάθε προμηθευτής υποχρεούται – όπως ορίζει ο Κώδικας Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας – να μεριμνά για την είσπραξη των οφειλών και να διευθετεί με τους πελάτες του τα όποια ζητήματα υπάρχουν στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας.
Η μετακίνηση πελατών προς τους εναλλακτικούς προμηθευτές οι οποίοι έχουν με συνολικό μερίδιο αγοράς που δεν ξεπερνά το 6% και με ετήσιο τζίρο που δυνητικά μπορεί να φθάσει το 2015 τα 280 εκατ. ευρώ, δεν μπορεί να ευθύνεται για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την δεσπόζουσα ΔΕΗ οι οποίες πια ανέρχονται σε πάνω από δυο δισεκατομμύρια Ευρώ.
Οφείλουμε να αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα στην πηγή του και όχι να καταφεύγουμε σε διοικητικούς περιορισμούς με αμφίβολο αποτέλεσμα, που τελικά ούτε απάντηση στο ζήτημα δίνουν, αλλά κυρίως προκαλούν σοβαρότατα εμπόδια στην απελευθέρωση της αγοράς, ενώ θέτουν και αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα τους με βασικές αρχές της ευρωπαϊκής και της εθνικής νομοθεσίας.

ΜΔΝ
Για να γίνει ουσιαστικό το άνοιγμα θα πρέπει να υπάρξουν ορισμένες προϋποθέσεις. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το υφιστάμενο πλαίσιο, οι Προμηθευτές που δραστηριοποιούνται σε ένα Σύστημα ΜΔΝ οφείλουν να καταβάλλουν το πλήρες κόστος παραγωγής του συγκεκριμένου Συστήματος ΜΔΝ για την ενέργεια που απορροφάται από τους καταναλωτές που εκπροσωπούν, ενώ ταυτόχρονα οφείλουν να προσφέρουν την ενέργεια αυτή με τιμολογήσεις ίδιες, ανά κατηγορία καταναλωτή, με αυτές του Διασυνδεδεμένου Συστήματος. Το υπερβάλλον κόστος που υφίστανται οι Προμηθευτές που δραστηριοποιούνται στα ΜΔΝ σε σχέση με την αντίστοιχη δραστηριοποίησή τους στο Διασυνδεδεμένο Σύστημα, θεωρητικά ανακτάται μέσω του οφειλόμενου σε αυτούς ανταλλάγματος ΥΚΩ. Τυχόν έλλειμμα ή πλεόνασμα του ανταλλάγματος ΥΚΩ που προκύπτει στο τέλος του ημερολογιακού έτους συνυπολογίζεται στον καθορισμό χρεώσεων ΥΚΩ επόμενων ετών.
Επί του παρόντος, ο τελευταίος υπολογισμός του ανταλλάγματος για την κάλυψη παροχής ΥΚΩ στα ΜΔΝ, ο οποίος ισχύει και σήμερα, αφορά στο έτος 2011. Εν τούτοις, η διαφορά αυτή μεταξύ προϋπολογισθέντος και απολογιστικού ετήσιου ανταλλάγματος για τις ΥΚΩ για τα τελευταία τρία έτη, δεν έχει ισοζυγιστεί μέχρι σήμερα, ενώ μάλιστα η προαναφερθείσα διαφορά για ένα έτος αντιπροσωπεύει περίπου το 30% του μέσου τιμολογίου που προσφέρουν οι Προμηθευτές στους τελικούς καταναλωτές.
Καθίσταται επομένως σαφές ότι το τόσο υψηλό θεσμικό και οικονομικό ρίσκο που συνεπάγεται η εν λόγω δραστηριότητα, αποτελεί σημαντικό εμπόδιο εισόδου εναλλακτικών προμηθευτών στη Αγορά ΜΔΝ και καθιστά το άνοιγμά της πρακτικά πολύ δύσκολο.

Αρχειοθήκη ιστολογίου